ατύχημα α.δυσάρεστο γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα υλική ζημιά, τραυματισμό κτλ.:Εργατικό* ~. Είχα ένα μικρό ~ στο δρόμο γι΄ αυτό άργησα. β. δυσάρεστο γεγονός που συμβαίνει σε κπ. με τρόπο λίγο ή πολύ τυχαίο: Είχε το ~ να χάσει τους γονείς του, ατυχία.
[λόγ. < ελνστ. ἀτύχημα, αρχ. σημ.: `λάθος΄]
δυστύχημα α. πολύ σοβαρό ατύχημα: Aυτοκινητιστικό / αεροπορικό ~. Σκοτώθηκε σε αεροπορικό ~. β. πολύ δυσάρεστο γεγονός: Mετά το ~ του παιδιού του αποσύρθηκε από την κοινωνική ζωή,μετά το θάνατο. Tον βρήκαν πολλά δυστυχήματα, δυστυχίες. || το ~ είναι ότι / πως…, για κτ. που μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμφορά ή για κτ. που θεωρείται απλώς δυσάρεστο. ANT το ευτύχημα είναι ότι / πως…: Tο ~είναι ότι τα θύματα των ναρκωτικών είναι κυρίως νέοι / ότι η οικονομία μας παρουσιάζει πολλές αδυναμίες.
[λόγ. < αρχ. δυστύχημα `κακή τύχη (ιδίως στον πόλεμο)΄]
Ας παρακολουθήσουμε δύο σχετικά βίντεο...
Οταν όμως το ατύχημα προκαλεί γέλιο...
Να δούμε όμως και τον Πετροτσουλούφη του Δρ Χόφμαν στο βιβλίο μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου